Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2008

Ανήμερα Αγίου Δημητρίου

-Ναι; -Μπαμπά; -Μωρό μου! Τι κάνεις; -Καλά μπαμπά... Να σου πω κάτι; -Ναι, φυσικά... -Να ζήσεις μπαμπάκα και χρόνια πολλά/μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά! Τραγουδούσε όλο και πιο γρήγορα. Και σταμάτησε εκεί. Στα άσπρα μαλλιά. Φαίνεται είναι η... μανία της. Ίσως επειδή βλέπει τους πατεράδες των άλλων παιδιών, των συμμαθητών της στην έκτη δημοτικού, που οι περισσότεροι έχουν ή φαλάκρα, ή άσπρα μαλλιά. Κάποτε με είχε ρωτήσει: -Μπαμπά, γιατί δεν έχεις άσπρα μαλλιά όπως οι άλλοι μπαμπάδες; -Γιατί δεν έχει βάσανα... Η απάντηση ήρθε από τη μητέρα της. Η πρώην μου έχει έναν μοναδικό τρόπο να χαλάει την όποια στιγμή. Ή, τουλάχιστον, αυτό βλέπω εγώ σ΄ εκείνην. Κάποιος άλλος μπορεί να εκτιμήσει το ότι είναι ετοιμόλογη. -Γιατί ζω! Αυτήν την απάντηση βρήκα, αυτή έδωσα. Το μετάνοιωσα, βέβαια. Γιατί, άθελά μου, πικαρισμένος, είχα βάλει το παιδί στη μέση μιας διαμάχης. Από τότε το ΄κοψα. Η χθεσινή ήταν η πρώτη φορά που μου τραγουδούσε. Κι ας έμεινε το τραγούδι στη μέση. Για ΄μένα ήταν σα να άκουσα τ

Στο σταθμό (2)

Πρώτος έσπασε τη σιωπή ο Θανάσης: "Σου το είχα πει"... Ήταν η φράση που δεν άντεχε: "Μην αρχίζεις τα 'σου το είχα πει' και 'σου το είχα πει'. Εντάξει. Μου το είχες πει. Και"; "Τι και... Γιατί σ αρέσει να πληγώνεις τον κόσμο"; "Εγώ; Της είπα, ποτέ, το παραμικρό; Άφησα, έστω, κάποιο υπονοούμενο; Μόνη της έφτιαχνε ιστορίες". "Ναι. Αλλά την άφηνες. Ποτέ δεν την έπιασες να της πεις "Ζωή, δε θα γίνει, ποτέ, τίποτα μεταξύ μας". "Ναι, ρε Θανάση! Δεν της το είπα ποτέ ξεκάθαρα. Όμως, δε σκέφτεσαι ότι, ίσως, λέω ίσως, θα ήθελα, τελικά, να έχω κάτι με τη Ζωή; Ίσως θα μου άρεσε, στην τελική, να κρατήσω -κι εγώ- ένα χέρι, να περπατήσω μαζί με έναν άνθρωπο σ αυτήν την αποβάθρα"... "Δεν είναι για ΄σένα αυτά"... "Αυτό είναι που δε μου αρέσει, Θανάση! Το ότι δεν είναι για ΄μένα αυτά. Γιατί, μου λες; Γιατί να μην είναι και για ΄μένα αυτά"; "Δεν είναι ώρα, τώρα..." "Ποτέ δε θα είναι ώρα. Εσε

Στο σταθμό (1)

Σάββατο βράδυ. Το πικ απ παίζει. Gimme some lovin' , Blues Brothers. Ετοιμάζεται. Φαρδύ άσπρο πουκάμισο, τζιν παντελόνι, τζιν μπουφάν με δερμάτινο γιακά, αθλητικά μποτάκια μπάσκετ -άσπρα. Τα κλειδιά στην τσέπη, ένα διπλωμένο κατοστάρικο, που είχε κρατήσει με πόνο και κόπο από το χαρτζηλίκι της βδομάδας. Βγαίνει από το δωμάτιό του κλείνοντας το μάτι στον Φρέντι, που μαζί με τους άλλους τρεις ξεπροβάλουν από το σκοτάδι, στην αφίσα πάνω στην πόρτα. Η τηλεόραση παίζει ειδήσεις. Πατέρας μάνα κι αδελφός εκεί, καρφωμένοι, ακούν τα νέα. Ετοιμάζονται κι αυτοί, για τη δική τους διασκέδαση. Κοιτάζεται στον καθρέφτη του πορτ μαντό. Σιάζει το μαλλί. "Ωραίος είσαι! Φτου σου παλικάρι μου"! Περπατάει στην έξοδο. Τους κοιτάζει. "Φεύγω"! "Πού θα πας τέτοια ώρα; Είναι αργά! Τώρα τα άλλα παιδιά μαζεύονται"! "Έλα ρε πατέρα... Μην αρχίζεις πάλι! Όλη τη βδομάδα έπηξα. Θα δώσεις κανένα κατοστάρικο"; "Παίρνεις χαρτζηλίκι κάθε βδομάδα! Αχ! Πού να καταλάβεις εσύ,

Ο καρπός της αμαρτίας

Μα αγάπη μου, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι το παιδί δεν είναι δικό σου;

Έπεσε δουλειά...

Η συντρόφισσα είναι εδώ . Διαβάστε τι είπε: Για τον Κ. Καραμανλή Για τον Γ. Παπανδρέου Για το ΣΥΡΙΖΑ Για τις συνεργασίες Για την οικονομική κρίση --->

Να ξέρεις...(2)

Μπροστά του στέκονταν ένας άγγελος. Μόνον που δεν έμοιαζε με τίποτα με τους αγγέλους που μας περιγράφουν μανάδες και γιαγιάδες, στα μικράτα μας. Κατάμαυρα ήταν τα φτερά του. Σχεδόν αιωρούνταν και δεν πατούσε στη γη. Ανοιγόκλεινε τις κατάμαυρες φτερούγες μπρος του και ο αγέρας που σήκωνε τον χτυπούσε στο πρόσωπο. Ήταν γυμνός και μόνον τα απόκρυφά του έκρυβε με ένα μαύρο δερμάτινο βρακί. Κι ύστερα, δεν ήταν μόνον οι μαύρες φτερούγες. Ήταν το ύφος του όλο. Όχι, δεν μπορούσες να τον πεις άσχημο. Το αντίθετο. Θα έλεγες ότι ήταν όμορφος. Όμως ήταν ο τρόπος που σε κοιτούσε μ εκείνα τα παγωμένα γαλάζια μάτια του... Κι ύστερα, ήταν το χαμόγελό του. Δεν ήταν συνοφρυωμένος. Δεν έμοιαζε καθόλου με τις τεράστιες αγιογραφίες στις πύλες των εκκλησιών. Δεν είχε εκείνη τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Τη σοβαρότητα που αρμόζει στο ρόλο του. Εκείνος χαμογελούσε με αναίδεια. Λες κι έβλεπε μπροστά του κάτι που άξιζε τον περίγελο όλων. Αισθάνθηκε τις τρίχες του αυχένα του να σηκώνονται. Και ένα ρίγος στην πλ

Να ξέρεις...(1)

Έριξε μια βιαστική ματιά στο ρολόι του. Οκτώ παρά πέντε. Βράδυ. Είχε σκοτεινιάσει -τώρα το χειμώνα σκοτείνιαζε από νωρίς. Τις τελευταίες δύο μέρες τον τρόμαζε το σκοτάδι. Ποιον; Αυτόν που έβγαινε από το σπίτι του μεσάνυχτα! Που όταν γύριζε, όσοι τον έβλεπαν στην πόρτα του έλεγαν καλημέρα κι αυτός τους έλεγε καληνύχτα! Γιατί τέτοιος ήταν. Άνθρωπος της νύχτας. Ως εκείνη τη νύχτα... Τη θυμάται σα να την έζησε πριν ένα λεπτό. Και πώς να μη τη θυμάται; Να πως είχαν γίνει τα πράματα: Μόλις είχε βγει από το μπαράκι και περπατούσε προς την παραλία. Άφησε πίσω του το Λευκό Πύργο και συνέχισε στο πλακόστρωτο. Είχαν βάλει καινούργια φώτα και μπορούσες να περπατήσεις άνετα. Πέρασε το ξενοδοχείο και, στο σημείο όπου στένευε το πλακόστρωτο, παρατήρησε ότι δεν υπήρχε ψυχή. Περπατούσε μόνος του και θυμόταν την κουβέντα που είχε κάνει, λίγα λεπτά πριν, στο μπαράκι. Ήταν εκεί η Λίζα, η άλλη (που δε θυμόταν το όνομά της), ο Κοσμάς κι ο Θεόφιλος. Του είχαν φέρει την άλλη, φίλη της Λίζας, για να τη γνωρίσε