Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2007

Σπέρνοντας πτώματα

Η ιδέα για την «Ακατάστατη Σειρά Πτωμάτων» γεννήθηκε μέσα σε ένα λεπτό. Πάντα μου άρεζαν τα αστυνομικά σίριαλ και η ελληνική τηλεόραση είχε ελάχιστα. Το Low and Order είναι αγαπημένη σειρά, μαζί με το CSI . Ήμουν φανατικός του… Κότζακ , του Μάνιξ, αργότερα του Άγιου , των Χαρτ και Χαρτ, του Blue Moon . Βέβαια, κορυφαία σειρά ήταν η Hill Street Blues , με τον Ντάνιελ Τραβάντι στο ρόλο του αστυνόμου Φρανκ Φαρίλο, που έφερε τα πάνω κάτω στα τηλ εοπτικά πράγματα της χώρας –τότε. Τον Φαρίλο πάντα τον ζήλευα για τη σχέση του με την κουκλάρα δικηγόρο Τζόις Ντάβενπορ (την έπαιζε η Βερόνικα Χάμελ), την οποία έβρισκα ακριβώς στα γούστα μου: ψηλή, αδύνατη, με μάτια μαύρα κάρβουνα και, κυρίως, μελαχρινή με μακριά μαλλιά. Αργότερα, γνώρισα τα φιλμ νουάρ. Το Γεράκι της Μάλτας , το Μυστική Οργάνωση Γιάκουζα, το κορυφαίο Chinatown , την (καλών προθέσεων) επάνοδο του Two Jakes . Ξεκίνησα έχοντας μια ιστορία στο μυαλό μου. Κάθισα κι έγραψα μαζεμένα δέκα κεφάλαια. Κι όσ ο έγραφα, τόσο ξεστρά

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Τέλος

"Θα το κάνεις για ΄μένα"... "Είσαι τρελός; Δε φτάνει που, τόσες μέρες, τριγυρνάω στο σπίτι μόνη κι έχω την εντύπωση ότι με παρακολουθεί από απέναντι"; "Ελένη, το είδες και μόνη σου. Εδώ δεν πρόκειται να ΄ρθει. Είμαστε σίγουροι ότι δεν έχει πλησιάσει σε ακτίνα χιλιομέτρων. Όμως, όσο αυτός ο άνθρωπος μένει ελεύθερος, τόσο κάποιοι κινδυνεύουν..." "Κι εγώ δεν κινδυνεύω; Ε; Τι είμαι εγώ; Το πείραμά σας; Πατήσατε πάνω στο φόβο μου και με κάνετε ό,τι θέλετε! Αντί να με προστατέψετε; Αντί να έχετε πίσω μου συνέχεια δυο μπάτσους"; "Ρε συ Ελένη, πίσω σου είναι δεκάδες μπάτσοι! Παραλογίζεσαι"... "Παραλογίζομα; Παραλογίζομαι! Εγώ έσπειρα πτώματα το μισό Σέιχ Σου; Μόλις πριν λίγο βρήκατε άλλο ένα. Τι ήταν αυτή; Νοσοκόμα; Πουτάνα; Φοιτήτρια"; "Φοιτήτρια..." "Ωραία! Μην έχετε παράπονο.. Από όλα έχει η συλλογή σας"! "Θα είμαι, συνέχεια, από πίσω σου. Δε θα ξεφύγει"... "Και για να μην ξεφύγει αυτός, να φύγω,

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Βιασύνη

Ήταν μόνη της. Στο σπίτι της. Το διαμέρισμα της φαινόταν τεράστιο, άδειο και τρομακτικό. Έβλεπε, κάθε τόσο, στις σκοτεινές γωνιές, πρόσωπα, απειλητικές φιγούρες, να την περιμένουν. Ήταν τρομοκρατημένη. Γνώριζε ότι στο διπλανό διαμέρισμα, αυτό της ηλικιωμένης γειτόνισσάς της, που την είχε σκοτώσει κι αυτήν ο Διονύσης, ήταν ο Κώστας, ο Μίλτος και -ποιος ξέρει πόσοι- νεαροί μπάτσοι. Ο Θεοφίλου είχε χωθεί σε ένα βαν, απέναντι από την πολυκατοικία της. Η επιγραφή "τώρα το γιαούρτι είναι ζωντανό", θα μπορούσε να ξεγελάσει τους πάντες. Το βαν κινούνταν, κάθε τόσο. Επέστρεφε πότε με την επιγραφή "Ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα" και πότε με μια κόκκινη ρίγα και το λογότυπο "DHL". Το εξωτερικό μπορεί να άλλαζε σχετικά εύκολα, το εσωτερικό, όμως, ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο: Ο Θεοφίλου και "τα παιδιά του" ήταν καρφωμένοι σε οθόνες μικροκυμμάτων κι άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια όσα γίνονταν στο διαμέρισμα της Τιτάκου, από τα ακουστικά "ψείρες". Σε στρ

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Προδοσία;

Ο πάγκος του ιατροδικαστή είχε γεμίσει σακούλες με χέρια. Ανατρίχιαζες μόνον που τον κοιτούσες, από μακριά. Η Πρήχα δεν είχε, καν, πλησιάσει. Στεκόταν δίπλα στον Κώστα, που φαινόταν σα χαμένος. Μόνον ο Μίλτος είχε πάει δίπλα στον ιατροδικαστή Ναστούλη. Ο ιατροδικαστής είχε παρατάξει τα κομμένα χέρια σ όλο το μήκος του πάγκου. Σε κάθε σακούλα ήταν γραμμένο κι ένα όνομα. Στην πρώτη σειρά ήταν τα χέρια των επτά θυμάτων τα οποία η αστυνομία είχε βρει. Στη δεύτερη και τρίτη σειρά, υπήρχαν άλλα έντεκα χέρια. «Δεκαοκτώ θύματα! Το καταλαβαίνεις; Θα μας σταυρώσουν και θα έχουν δίκιο»… Η Πρήχα σχεδόν παραμιλούσε. Ο Κώστας δεν μπορούσε να της πει κάτι για να της φτιάξει το κέφι. Στεκόταν, διαλυμένος, δίπλα της, χωρίς να σκέφτεται, χωρίς να μιλά. Το ρόλο του συνομιλητή ανέλαβε ο Θεοφίλου, ο οποίος, επίσης, δεν τολμούσε να πλησιάσει το τραπέζι του ιατροδικαστή, «τον πάγκο του χασάπη», όπως τον είχε χαρακτηρίσει νωρίτερα: «Μα, πώς είναι δυνατόν, τόσο καιρό, να εξαφανίζονται γυναίκες και κανείς να μη

Διαλειμματάκι

Τρεις σκληροτράχηλοι καουμπόυδες κάθονταν ένα βράδυ γύρω από τη φωτιά και λέγανε ιστορίες για το πόσο σκληρόπετσοι και πόσο άφοβοι είναι. Λέει ο πρώτος: - Χθες που περπάταγα στο μονοπάτι του Νεκρού, από κάτω από μια πέτρα βγαίνει ένας κροταλίας 4 μέτρα. Τον αρπάζω, του δαγκώνω και του κόβω το κεφάλι και του ρουφάω όλο το δηλητήριο. Και όπως βλέπετε είμαι εδώ και σας το λέω. - Αυτό δεν είναι τίποτα, λέει ο δεύτερος. Εγώ την περασμένη εβδομάδα πέρναγα έξω από τη φάρμα του Μπιλ. Εκείνη την ώρα το είχε σκάσει ένας ταύρος 250 κιλά, ο οποίος είχε σκοτώσει το Μπιλ, τη γυναίκα του και 3 περαστικούς. Εγώ τον αρπάζω από τα κέρατα, τον γυρνάω ανάποδα και του δένω τα πόδια για να μην πειράξει κανέναν άλλο. Ο τρίτος παρέμενε σιωπηλός, σκαλίζοντας που και που τα κάρβουνα με το πουλί του.

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Σωτηρία;

Ο Μίλτος είχε σκάψει με τα χέρια του τον τσιμεντένιο τοίχο. Μια νοσοκόμος περιποιούνταν τις πληγές του. Η Ελένη, δίπλα του, έκλαιγε με λυγμούς, τυλιγμένη με μια ισοθερμική κουβέρτα. Ο Φρεράκης έπαιρνε αναφορά από έναν αστυνόμο α’ : κανείς δεν υπήρχε στην αγροικία. Η Πρήχα έδινε εντολή στον Γιαβουράκο να επικοινωνήσει με την Άμεσο Δράση ώστε να έχουν το νου τους για το αυτοκίνητο του Διονύση. Κι ο Μίλτος, μαζί με τον Θεοφίλου, είχαν απλώσει στο καπό του περιπολικού τους χάρτες και προσπαθούσαν να μαντέψουν προς τα πού είχε κινηθεί ο Διονύσης. Λίγα λεπτά νωρίτερα οι άνδρες των Ειδικών Κατασταλτικών Μονάδων, είχαν εισβάλει στην αγροικία του Διονύση Περουλάκου. Είχαν φέρει τα πάνω κάτω, είχαν κάνει τα πάντα φύλλο και φτερό, αλλά δεν είχαν ούτε ίχνος του Διονύση. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά δεν είχαν εντοπίσει και το παραμικρό στοιχείο για το πού μπορεί να βρισκόταν. «Η αγροικία είναι άδεια κύριε διοικητά»! «Τι εννοείς άδεια»; «Άδεια! Δεν έχει τίποτα. Ένα κρεβάτι, ένα στρώμα, μια άδεια ντουλάπα

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Επιχείρηση

Κώστας, Μίλτος, Κατερίνα και ένας ψηλός, γυμνασμένος και καλοντυμένος μπάτσος, είχαν καρφωθεί σε μια οθόνη TFT . Ένας άλλος, επίσης καλοντυμένος μπάτσος, πιο νέος από τον προηγούμενο, καθόταν στο πληκτρολόγιο και, με το ποντίκι στο χέρι, άλλαζε τιμές σε ένα περίεργο λογισμικό. «Τώρα θα μας εντοπίσει τις κυψέλλες». Ο καλοντυμένος φαινόταν να καταλαβαίνει τι γινόταν στην οθόνη. Η Πρήχα, προσπαθούσε να καταλάβει. Ο Κώστας είχε στο μυαλό του μόνον να εντοπίσει το δολοφόνο. Κι ο Μίλτος, είχε το βλέμμα του ψημένου ψαριού, αφού δεν καταλάβαινε το παραμικρό. Στην οθόνη εμφανίστηκε αρχικά ένας χάρτης, σε ένα πλαίσιο που έπιανε όλο το αριστερό μέρος κι άφηνε μια κάθετη μικρή λωρίδα στην οποία «έτρεχαν» διάφορες τιμές. Έπειτα ο χάρτης καλύφθηκε με ενωμένα συνεχόμενα πεντάγωνα. Στο μυαλό του Μίλτου ήρθε μια λέξη και την ψιθύρισε: «Κηρύθρα»… «Ακριβώς! Με τον ίδιο τρόπο, οι εταιρίες κινητής τηλεφωνίας εξασφαλίζουν πυκνό δίκτυο. Ένα κινητό τηλέφωνο ενεργοποιεί μια από τις κυψέλες, για να λειτουργήσει

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Αιχμάλωτη

O Κώστας χτυπούσε με δύναμη την πόρτα του διαμερίσματος της Τιτάκου. «Ελένη»! Φώναζε και ξαναφώναζε. Ήταν φανερό πως κανείς δεν ήταν μέσα. Εκείνος, όμως, συνέχιζε λες και ήθελε να ξορκίσει τις μαύρες σκέψεις του. Λες και πίστευε ότι, φωνάζοντάς την, με έναν περίεργο, μαγικό τρόπο, θα κατάφερνε να την μεταφέρει από εκεί που βρισκόταν, στο διαμέρισμά της. Και ξαφνικά, θα του άνοιγε την πόρτα. Αλλά πού βρισκόταν; Ο Μίλτος κοιτούσε πότε τον Κώστα, πότε το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας. Πόρτες άνοιγαν, κάποιοι πήγαιναν κάτι να πουν, αλλά εκείνος τους έκοβε: «Αστυνομία! Μπείτε πάλι μέσα σας παρακαλώ»! Το «παρακαλώ» του μίλτου ήταν περισσότερο προσταγή, παρά παράκληση. Κι ήταν και το παρουσιαστικό του τέτοιο, που δεν άφηνε περιθώρια… Τελικά, στράφηκε στον Κώστα: «Ή σπάσ’ την τη ρημάδα, να μπούμε μέσα, ή πάμε να φύγουμε»! Δεν ήθελε και πολλά ο Κώστας. Πήρε φόρα κι έπεσε με τον αριστερό του ώμο πάνω στην ξύλινη πόρτα, με όλη του τη δύναμη.

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Η έβδομη

Είχε καιρό να βγει έξω. Από τότε που είχε χαθεί η Άννα, δεν είχε όρεξη για βόλτες. Αυτή η επίσκεψή της στα κεντρικά της Ασφάλειας, όμως, η κουβέντα με τον αστυνόμο Θεοδωρίδη, της δημιούργησε την ανάγκη να δει κόσμο, να περπατήσει και να κινηθεί ανάμεσα σε παλιούς γνωστούς. Κι έτσι βρέθηκε στο παλιό τους στέκι. Εκεί που Σοφία και Άννα χάνονταν από τους υπόλοιπους, στα σκοτεινά τραπέζια, για να ανταλλάξουν φλογερά φιλιά. Μόνον που, αυτήν τη φορά, διάλεξε το μπαρ. «Μοναχούλι μου το χρυσό μου»; Το μόνο στρέιτ πάνω στον Ηρακλή ήταν η κολόνια του. Ήταν ομοφυλόφιλος και δεν το έκρυβε. Αντίθετα, το φώναζε. Αν και για την περίπτωσή του, η έκφραση «το έκραζε», θα ταίριαζαν περισσότερο. «Μοναχούλι, Ηρακλή, μοναχούλι. Αλλά δεν το βάζω κάτω». «Αυτό έλειπε μωρό μου! Με τέτοια μάτια, με τέτοιο κορμί! Αχ και να ΄χα το κορμί σου! Κάθε βράδυ, θα πετούσα από παρτούζα σε παρτούζα! Πέντε-πέντε θα τους ξεπέταγα»! «Ε, όχι κι έτσι ρε Ηρακλή! Μία μου φθάνει εμένα»… «Ναι γλυκιά μου, αλλά να είναι δικιά μας. Σίγ

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Συνάντηση

Δεν ήταν ο χρόνος της. Αυτό σκεφτόταν εδώ και μια ώρα που καθόταν πίσω από το πέμπτο ποτήρι κούμπα λίμπρε. Έκανε μια σύντομη αναδρομή, καθισμένη στον πάγκο του μπαρ: πριν έναν χρόνο ζούσε τον έρωτά της με έναν ευγενικό μάνατζερ, που την είχε πάρει από το χέρι και την είχε οδηγήσει έξω από το μικρό γραφείο του λογιστηρίου, όπου ήταν επικεφαλής. Είχαν συναντηθεί σε μια σύσκεψη. Στέλεχος άλλης εταιρίας εκείνος, θα έπρεπε να συνεργαστούν στενά. Κι έτσι τον γνώρισε από κοντά. Από πολύ κοντά. Ήταν βράδυ, θυμόταν, είχαν να δουν άλλα δύο βιβλία τιμολογίων κι εκείνος, ευγενικός όπως πάντα, είχε πάει να φέρει κινέζικο, γιατί το ντελίβερι μπόι είχε πάθε ένα ατύχημα με το μοτοποδήλατο. Έβρεχε κι εκείνος δεν είχε ομπρέλα. Επέστρεψε μουσκεμένος, με μια εφημερίδα στο κεφάλι για προστασία και μια σακούλα σπρινγκ ρολς, ρύζι στον ατμό, φτερούγες κοτόπουλου, λαχανικά σι τσουάν, νουντλς, δυο γλυκόξινες, λίτσι και μπόλικο βρόχινο νερό. Του πρότεινε να βγάλει το πουκάμισό του, που ήταν μούσκεμα κι εκείνος,

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Στο βιράζ

Τα ΄χαν βάλει όλα κάτω: Η Τιτάκου, πρώτη μάρτυρας, τα είχε με τον Αλεξάνδρου, πρώτο θύμα. Η Τιτάκου, πρώτη μάρτυρας, τα είχε με τον Διονύση, πρώτον ύποπτο. Κι αν όλα σταματούσαν εδώ, καλώς… Για τους χι, ψι λόγους, η Τιτάκου έβαλε τον Διονύση να βγάλει από τη μέση τον παλιό γκόμενο. Απλά πράγματα… Αλλά εδώ είχαν να κάνουν με μια σειρά γυναίκες, που είχαν βρεθεί νεκρές κι ήταν, σίγουρα, θύματα του ίδιου δολοφόνου. Τα κομμένα χέρια οδηγούσαν σ αυτό το συμπέρασμα. «Συνήθως η λύση είναι η πιο απλή. Σκέψου λίγο…» Ο Μίλτος ήταν αυτός που μιλούσε. Ο Κώστας είπε τι είχε βρει κι από εκεί κι ύστερα σιωπούσε. Σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να καθίσει απέναντι από τον άνθρωπο με τον οποίο είχε κάνει έρωτα και να τον ανακρίνει. Ψυχρά. Να του κάνει όλα τα κόλπα που κάνουν οι μπάτσοι σε αυτούς που πρέπει να μιλήσουν. Να την κάνει να φτύσει το γάλα της μάνας της. Κι η σκέψη μόνον του προκαλούσε ναυτία. Τελευταία το στομάχι του δεν άντεχε πολλά-πολλά. «Μην το σκέφτεσαι. Είναι τέσσερις τα ξημερώματα. Σε τρεις

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Ένα νούμερο

«Δεν είχε γίνει ποτέ καμία συγχώνευση! Το καταλαβαίνεις; Πες μου σε παρακαλώ, εσύ που είσαι απ΄ έξω κι έχεις πιο καθαρό μυαλό. Πες μου, ρε Μίλτο, θα τρελαθώ…» Ο Μίλτος τον άκουγε με προσοχή. Ο άσπονδος φίλος του ερχόταν και ζητούσε βοήθεια. Τον είχε κολακέψει, αλλά, ταυτόχρονα, έψαχνε και την παγίδα. Δεν άντεξε: «Ρε Κώστα, θα σκάσω! Αν δε ρωτήσω, θα σκάσω! Πριν δυο μέρες ανταλλάσαμε μπουνιές και τώρα ζητάς βοήθεια; Εξαιτίας σου είμαι εκτός υπηρεσίας κι εσύ μου λες να σου πω τι νομίζω για την υπόθεση»; «Δυο μυαλά είναι καλύτερα από ένα, Μίλτο»… «Μαλακίες! Κόλλησες! Στην Πρήχα δεν μπορείς να πας, γιατί περιμένει λύση κι όχι κι άλλα μπερδέματα, σε ποιον θα πας; Στο μαλάκα. Δε μου λες, γράφει μαλάκας στο μέτωπό μου»; «Ναι ρε! Γράφει! Είσαι μεγάλος μαλάκας! Ρίχνω τα μούτρα μου κι έρχομαι. Ζητάω συγνώμη και βοήθεια. Κι εσύ… εσύ… εσύ… ψάχνεις μαλακίες! Να τι ψάχνεις»! «Βλέπω, όταν συγχύζεσαι χάνεις την ευγλωττία σου και το λεπτό χιούμορ…» Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Γέλασαν κι οι δυο μαζί, όπως τό

Κάλλιο αργά, παρά ποτέ!

«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.» (σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992) «Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...» (Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007) Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα. Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από το

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Η κ. Αλεξάνδρου

«Γιώργος Αλεξάνδρου». Ήταν η πρώτη φορά που έδινε προσοχή στο μικρό όνομα του πρώτου θύματος. Οι εκπλήξεις, σε αυτήν την ιστορία, διαδέχονταν η μία την άλλη. Έτσι, η προσοχή του, είχε επικεντρωθεί σε άλλα. Εξάλλου, η επίσκεψη στην εργασία του πρώτου θύματος, δεν είχε αποδώσει το παραμικρό. Κι ούτε σκόπευε να ανησυχήσει ποτέ την κ. Αλεξάνδρου. Είχε τον καημό της, μόνον οι μπάτσοι της έλειπαν. Όμως, ξαφνικά, αυτό το πρώτο θύμα, έδειχνε ενδιαφέρον. Ήταν ο μοναδικός άνδρας –αν η θεωρία του για το ότι ο Ευσταθίου, ο αστυνομικός, ήταν παράπλευρη απώλεια. Έτσι βρέθηκε έξω από το διαμέρισμα του Αλεξάνδρου, να κοιτάζει τη χάλκινη μικρή επιγραφή στη θωρακισμένη πόρτα και να σκέφτεται αν πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι. Σκέψη στιγμής. Το ξεπέρασε γρήγορα και χτύπησε. Του άνοιξε η κ. Αλεξάνδρου. Ντυμένη στα μαύρα, ξανθιά, ψηλή, όμορφη γυναίκα. Κι ο Αλεξάνδρου όμορφος ήταν, αλλά, όπως έλεγαν και στη δουλειά του, απόμακρος και μονόχνωτος. «Μα, καλά, πώς τον παντρεύτηκε εκείνη η γυναίκα»! Την ίδια απο