Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2007

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Ξεχασμένο στοιχείο

Του είχε φύγει το έδαφος από τα πόδια. Για μια στιγμή, ήταν τόσο κοντά… Περίμενε να ακούσει κάποιο όνομα. Κάποιο οποιοδήποτε όνομα. Ναι, ένα κοινό επίθετο θα ήταν εντάξει. Το Παπαδοπούλου, είναι ένα κοινό επίθετο. Μαριάνθη Παπαδοπούλου, όμως; Η γειτόνισσα της Ελένης Τιτάκου; Το θύμα του ανθρώπου που ψάχνει; Είχε μαζέψει το κουράγιο του κι είχε ζητήσει από την Ρετζέκη να τον περιμένει. Εκείνη δέχτηκε απρόθυμα. Δεν περίμενε ότι ένας αστυνόμος θα άκουγε ένα επίθετο και θα αποκτούσε τη μορφή του νεκρού. Την άφησε στο γραφείο του, με τις απορίες της και περπάτησε, με βαριά βήματα, ως το γραφείο της γενικής αστυνομικής διευθύντριας. Η Κατερίνα περίμενε την επίσκεψή του, αλλά όχι αυτά που θα της έλεγε. «Δηλαδή, ρε Κώστα, είμαστε πάλι στο μηδέν»; «Και τι να κάνω ρε συ Κατερίνα; Να πάω να ανακρίνω τη νεκρή»; «Ναι, αλλά τώρα είμαστε σίγουροι, ή σχεδόν σίγουροι –τέλος πάντων- ότι δράστης είναι αυτός ο… ο… ο Διαμαντής»… «…Διονύσης…» «…Διονύσης! Όπως σκατά τον λένε. Ο Διονύσης. Δεν έχουμε κάτι άλλο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Τόσο κοντά

Είχε γεμίσει βελάκια και κύκλους τον πίνακα. Πάνω-πάνω, είχε το όνομά της: Ελένη. Ένα βελάκι τη συνέδεε με τον Αλεξάνδρου κι άλλο ένα με τον Διονύση. Από τον κύκλο του Διονύση έφευγαν βελάκια προς τον Αλεξάνδρου, την Άννα, τη Νατάσσα, τη Μαριάνθη και τον Ευσταθίου. Ένα βελάκι συνέδεε τη Μαριάνθη με την Ελένη κι ένα άλλο την Ελένη με τον Ευσταθίου. Κρατούσε το μαρκαδόρο κι ήταν έτοιμος κάτι να γράψει όταν χτύπησε η πόρτα. «Ναι»! Η Σοφία μπήκε στο γραφείο του. «Ο κ. Θεοδωρίδης»; «Ο ίδιος»… «Είμαι η Ρετζέκη»… «Ναι! Σας περίμενα»… Το βλέμμα της έπεσε στον πίνακα. Στον κύκλο της Άννας. Κι έπειτα, ακολούθησε το βελάκι κι έφθασε στον κύκλο του Διονύση. «Ώστε τον πιάσατε»… «Από πού σας ήρθε αυτό»; Ακολούθησε το βλέμμα της στον πίνακα. «Α, από αυτό. Όχι, όχι. Καμία σχέση. Κάνουμε κάποιες υποθέσεις, αλλά δυστυχώς, δεν έχουμε κανέναν στα χέρια μας. Εσείς; Πώς μπορείτε να μας βοηθήσετε; Την γνωρίζατε καλά την Δημητσάνου»; «Την Άννα, ναι… Ήμασ

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Σοφία

Κρέμασε την άσπρη ρόμπα στην ντουλάπα της κι έκλεισε την μεταλλική πόρτα. Ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. Ούτε που είχε δει την άλλη νοσοκόμα να μπαίνει στα αποδυτήρια και να την πλησιάζει. «Σοφία»; Πετάχτηκε ως επάνω. Έβαλε το χέρι στο στήθος κι έπνιξε μια κραυγή μ έναν αναστεναγμό. «Συγνώμη, δεν ήθελα…» «Εντάξει, το ξέρω. Εμένα συγχώρεσέ με. Αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω ότι η Άννα είναι νεκρή…» «Σοφία, η Άννα είναι νεκρή εδώ κι ένα εξάμηνο. Από τότε που εξαφανίστηκε…» «Δεν είχα πάψει να ελπίζω…» «Το καταλαβαίνω…» «Όταν το έμαθα, σήμερα, συνειδητοποίησα ότι δεν θα την ξαναδώ. Το καταλαβαίνεις; Ως τώρα, που δεν είχαμε κανένα νέο της, ήλπιζα. Έλεγα, δεν μπορεί, βαρέθηκε μαζί σου και την έκανε με κανέναν γκόμενο. Παράτησε και τη δουλειά, τα παράτησε όλα, για να αλλάξει ζωή. Και τώρα μαθαίνω ότι κάποιος τη σκότωσε. Και πώς; Από έναν μπάτσο που δε μου λέει άλλη κουβέντα, αλλά απαντάει πως αν θέλω να μάθω λεπτομέρειες και να βοηθήσω την αστυνομία, πρέπει να πάω στα κεντρικά

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Γιατί;

Έκλαιγε με λυγμούς… Όχι για κάποιον άλλον, ούτε για τον ίδιο της τον εαυτό. Ούτε επειδή είχε σοκαριστεί. Οι τελευταίες ημέρες είχαν κάνει την Ελένη αναίσθητη. Η ανθρώπινη ζωή είχε πάψει να έχει την ίδια αξία. Έκλαιγε για την αλήθεια. Δεν μπορούσε να την αντέξει. Ήταν, πια, σίγουρη. Ο άνθρωπος που είχε κοιμηθεί μαζί της πολλές φορές, ο άνθρωπος που της είχε προσφέρει όσα κανείς άλλος, που της είχε δώσει απλόχερα συντροφιά, που την είχε κάνει να αισθανθεί γυναίκα, μετά από πολύ καιρό, ήταν αυτός που είχε σκοτώσει έναν άγνωστό της –κι άγνωστό του- επιχειρηματία, μια γειτόνισσά της, έναν αστυνομικό, μια, δυο πόρνες και ποιος ξέρει ποιον άλλον. Κι ήταν ο ίδιος που είχε προσπαθήσει να μπει στο διαμέρισμά της και να σκοτώσει και την ίδια. Γιατί; Συνεχίζεται…

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Κατάψυξη

Δυνατή τζαζ μουσική πλημμύριζε το δωμάτιο. Όλα ήταν τακτοποιημένα στο σαλόνι, εκτός από το εξώφυλλο του δίσκου που έπαιζε στο πικ απ. Το βυνίλλιο στριφογύριζε στο πλατό κι ο ασημένιος βραχίονας χάραζε τη μαύρη επιφάνεια. Η φωνή της Έλα, με τη βραχνή φωνή του Λούις, έκαναν υπέροχο ντουέτο. Η σκιά στην κουζίνα τακτοποιούσε με επιδέξιες κινήσεις ένα δεξί γυναικείο χέρι, μέσα σε μία διάφανη σακούλα για κατεψυγμένα τρόφιμα. Την τύλιξε προσεκτικά, βγάζοντας τον αέρα. Την έσφιξε με ένα ειδικό συρματάκι. Στον ειδικό χώρο, με μαύρο μαρκαδόρο έγραψε: «Πάολα». Άνοιξε την κατάψυξη. Ήταν γεμάτη τέτοια σακουλάκια. Κάθε σακουλάκι κι ένα χέρι. Κάθε χέρι και μία ψυχή. Έκανε χώρο κι έβαλε το χέρι της Πάολας μαζί με τα υπόλοιπα… Συνεχίζεται…

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Εξομολόγηση

«Γνώρισα το Διονύση σε ένα μπαράκι. Ευπαρουσίαστος, φιλόζωος… Με πλησίασε, μου μίλησε. Ήμουν μοναχικός άνθρωπος. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι. Χωρίς παρέες. Χωρίς κάποιον άνθρωπο να μοιραστώ μαζί του την καθημερινότητά μου. Κι εκείνος ήταν τέλειος. Πριν σκεφτώ να του ζητήσω κάτι, ήταν εκεί να μου το δώσει. Τι άλλο θέλει κανείς»; Η εξομολόγηση της Τιττάκου είχε αρχίσει απότομα. Η φωνή της έσβηνε, σιγά – σιγά, όχι από την ταλαιπωρία των ημερών, όπως είχε αρχικά υποθέσει ο Κώστας, αλλά από την παραδοχή της αλήθειας. Εκείνος την άκουγε προσεκτικά. Δεν απέφευγε τις συγκρίσεις. Ώστε μοναχική, λοιπόν; Γι αυτό κόλλησε πάνω του με το πρώτο; Οι σκέψεις του δεν εμπόδιζαν την Ελένη να συνεχίσει: «Εκείνο το βράδυ, το βράδυ που βρήκα τον Αλεξάνδρου, δεν υπήρχε κανείς γύρω μου. Έτσι, τουλάχιστον, νόμιζα. Και ήμουν σίγουρη, έως ότου με ρώτησες επίμονα»… Γύρισε και κοίταξε τον Κώστα μεσ’ στα μάτια. Κάτι στο βλέμμα της του έλεγε πως όλα αυτά ήταν αλήθεια. «Ναι, είχα δει κάτι. Μέσα στην τρομάρ

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Υποθέσεις

Η Ελένη… Είχαν περάσει ώρες, μέρες ίσως. Κι εκείνη βρισκόταν εκεί, στα γραφεία της Ασφάλειας. Θα έπρεπε να ΄χει τα χάλια της. Κι όμως, αυτή η γεματούλα νεαρή γυναίκα είχε κάτι επάνω της, που την έκανε ερωτεύσιμη. Κάτι που είχε τραβήξει και τον Κώστα. Την κοιτούσε πίσω από το τζάμι-καθρέφτη. Προσπαθούσε να βολευτεί, όπως – όπως, στην καρέκλα της. Ένας αστυνομικός της κρατούσε παρέα, στο ίδιο δωμάτιο. Φαίνεται, όμως, ότι είχαν συζητήσει όλα τα θέματα που θα μπορούσαν να αναλύσουν οι δυο τους. Ο αστυνομικός περιεργαζόταν το υπηρεσιακό του περίστροφο, καθισμένος στη μία γωνιά του δωματίου. Εκείνη, στην άλλη πλευρά, κοιτούσε χαμηλά, λες και ήθελε κάτι να αποφύγει. Η Πρήχα πλησίασε τον Κώστα σχεδόν αθόρυβα. «Πιστεύεις ότι η Τιτάκου έχει τον τρόπο να λύσει αυτόν τον γόρδιο δεσμό»; «Πιστεύω ότι η Τιτάκου έχει πέσει σε έναν λάκκο που, ίσως, έσκαβε η ίδια». «Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό»; «Όταν την ανέκρινα για πρώτη φορά –μιλάμε για την κανονική α

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Η πέμπτη

Μπήκε στο αυτοκίνητο βιαστικά. Πάτησε γκάζι κι άφησε πίσω του τη βίλα του Σταύρου. Άνοιξε τη μοτορόλα –όπως ορίζει ο κανονισμός. Σκεφτόταν πώς να κάνει την Ελένη ν΄ ανοίξει το στόμα της. Άκουγε αδιάφορα τις μεταδόσεις του κέντρου. Μία για παράνομη στάθμευση, μία για μέθυσο άτομο, άλλη μία για επεισόδιο σε τετραώροφη οικοδομή, μεταξύ συγγενών. Το αυτί του, ιδιαίτερα εκπαιδευμένο στην παρακολούθηση των σημάτων, άκουγε και το μυαλό του έκανε, επιλεκτικά, συνδυασμούς. Τίποτα δεν ήταν άξιο λόγου. Ώσπου… «Περιοχή πηγής Μπαρμπαγιάννη. Έχουμε έψιλον εννιά στο δασικό φυλάκιο. Ποιος σταθμός είναι κοντά»; Ανθρωποκτονία… «Έχει γούστο», σκέφτηκε. «Ζήτα 43»! «Ζήτα 43, διενεργείστε ένα δεκατρία με το κέντρο». Σκέφτηκε: «Ένα δεκατρία… Θα συνεννοηθούν με τα κινητά τους τηλέφωνα. Για να μην ακούν οι δημοσιογράφοι… Λες»; Δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Το κινητό του χτύπησε. Το έβγαλε από την τσέπη. Κοίταξε την οθόνη. Πάγωσε… Ήταν «από την υπηρεσία». Πάτησε το πράσινο κουμπί. «Ποιος»; «Η