Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2006

Τα κάλαντα

Ήταν δειλός. «Συνεσταλμένο» τον έλεγαν ευγενικά. Αλλά όση ευγένεια κι αν βάλεις στις λέξεις, δεν αλλάζεις το αποτέλεσμα. Ακόμη και παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς δεν ήθελε να λέει τα κάλαντα. Τα άλλα παιδιά της ηλικίας του έπαιρναν τους δρόμους από νωρίς. Αυτός, όλο κι έβρισκε μια δικαιολογία, για να καθυστερήσει, να ΄ρθει το μεσημέρι και να ΄χει το άλλοθι, ότι δεν πήγε πουθενά, επειδή δεν τον άφηναν οι δικοί του. -Τώρα θα πας; Σε λίγο τρώμε! Με το που άκουγε αυτήν την κουβέντα της μάνας του, ησύχαζε η ψυχή του. Η αποστολή είχε εκτελεστεί. Μετά το φαγητό είχε κάθε δικαιολογία να τεμπελιάσει λίγο, ίσως και να κοιμηθεί. Κι όταν ξυπνούσε το απόγευμα, αναλάμβανε ο πατέρας του: -Τώρα θα πας; Έξω νύχτωσε! Κάνει ψοφόκρυο! Άσε μην μας αρρωστήσεις και τρέχουμε, που είσαι και φιλάσθενος… Κι έτσι ο φιλάσθενος θεατρίνος έπαιρνε αυτό που ήθελε: Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές, χωρίς κάλαντα! Για τα Φώτα δεν τίθεται λόγος… Λίγοι γνώριζαν –κι εκείνα τα χρόνια, λίγο πριν το 70- τα κ

Εφιάλτης μετά τα Χριστούγεννα

Ξύπνησα κάθιδρος. Τέτοιον εφιάλτη δεν είχα ξαναδεί. Κατατρόμαξα. Τι νερό ήπια (τρεις μικρές γουλιές, όπως λέει η μάνα μου), τι ζάχαρη μάσησα, τι τεχνικές ινδικές εφάρμοσα… Πού να φύγει η τρομάρα. Είδα, λοιπόν, ότι είχε νυχτώσει. Κι εγώ έπρεπε να πάω να αγοράσω τηλεκάρτα. Βγήκα στο δρόμο. Σκοτεινιά! Παγωνιά! Ψυχή ζώσα δεν περνούσε. Κι άρχισα να περπατώ προς το απέναντι ψιλικατζίδικο, της Ναβρίλα, από την Ουκρανία. Και περπατούσα και δεν έφθανα… Σε κάποια στιγμή, άκουσα πίσω μου μια φωνή. Φωνή τραχιά, ανδρική. Γύρισα κι είδα έναν μπρούτο τύπο, με μούσια και σγουρά λαδωμένα μαλλιά. Είχε μάτια κόκκινα, σαν τη φωτιά. Γλώσσα πύρινη, διχαλωτή. Κρατούσε στο χέρι τρίαινα, λες κι ήταν ο Ποσειδώνας. Ή ο Εξαποδίτης. -Πού πας; Πιότερο φώναξε, παρά ρώτησε. Ρίγη με διαπέρασαν. Ιδρώτας κρύος μ΄ έκοψε και κοιτούσα, με την άκρη του ματιού μου, πόσο μακριά ήταν, ακόμη, το ψιλικατζίδικο κι αν ήταν απ΄ έξω ο γιος της Ναβρίλα, ο Σεργκέι. Του κάκου. Μόνος ήμουν κι ούτε πεζός, ούτε αυτοκίνητο δε φαιν
Εις μνήμην Δεν είναι από τη συναυλία της Θεσσαλονίκης, αλλά έτσι το είχε τραγουδήσει. Ήταν να πάω σε κάποιες συναυλίες αλλά μετά το συγκεκριμένο περιστατικό, το ξανασκέπτομαι. Δεν είναι καιρός για απώλειες...

Ινδιάνικα Κάλαντα

Έκανα το λάθος. Κατέβηκα στην αγορά, παραμονή Χριστουγέννων. Όπερ μεθερμηνευόμενο, για μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, ατέλειωτη ταλαιπωρία. Διότι, η Θεσσαλονίκη, ως γνωστόν, δεν έχει και πολλούς δρόμους. Ούτε πολλά μέσα μαζικής μεταφοράς. Έτσι, ή θα πάρεις το λεωφορείο και θα αισθανθείς ως sardines Portugal in oil with pepper , ή θα πάρεις το αυτοκίνητο και θα αισθανθείς ως malakas who went to hell with his car . Έκανα το δεύτερο. Όχι επειδή δεν έχω οικολογική συνείδηση. Αλλά επειδή ζω σε απόσταση 25 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης, όπου ΕΠΡΕΠΕ να πάω για δουλειά (κι όχι για να αγοράσω κουραμπιέδες, ή τα δώρα τα οποία άφησα για την τελευταία στιγμή). Όταν έφθασα στους δρόμους του κέντρου μ έπιασε μια απελπισία (και δύο να μη σας πω…). Τα αυτοκίνητα είχαν μετατραπεί σε α-κίνητα! Η ελληνική συνήθεια του «μπαίνω πρώτος στη διασταύρωση και κάθομαι εκεί ως κουραμπιές, έως ότου ανοίξει ο δρόμος» σε πρώτη γραμμή! Κάθισα στη σειρά μου, αν και είχε ανάψει πράσινο, περιμένοντα

Στολίζω δενδράκι!

Επειδή οι μέρες πέρασαν και -γνωστός ανεπρόκοπος- δεν κατάφερα, ακόμη, να βάλω ούτε μια μπάλα, να ανάψω ούτε ένα λαμπάκι, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αφήσω κατά μέρος τα σχόλια για τον στολισμό των γειτόνων και να κάνω κάτι με το σπίτι μου. Αρχή από το μπλογκ: Αριστερά στολίζω δενδράκι. Και του χρόνου!

Και καλά Χριστούγεννα!

Κυρίες και κύριοι! Ήρθε η ώρα για τον μεγάλο μας διαγωνισμό! Εδώ ο καλός ο στολισμός! Εδώ το πιο φωτεινό μπαλκόνι κι η πιο στολισμένη αυλή! Εμείς τηρούμε τις υποσχέσεις μας. Κι έτσι βγήκαμε, μαύρα μεσάνυχτα, έξω, με τη μηχανή (τη φωτογραφική) στο χέρι, για να αποτυπώσουμε τη χαρούμενη ατμόσφαιρα της Κάτω Περαίας, ενόψει Χριστουγέννων. Έχουμε και λέμε: Εδώ έβαλε το χεράκι του ο δήμος: Χριστουγεννιάτικο δένδρο αποτελούμενο από... πασχαλιάτικα κεριά! Παλιό καλό στολισμένο έλατο. Παραδοσιακές αξίες. Και τώρα τα θαύματα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας: Να μπορούσα στα σύννεφα να ΄χα εγώ μικρό γκαζάδικο... Το πρώτο έλατο(μέση στο βάθος) το στολίσαμε με κάθε μεγαλοπρέπεια. Στο δεύτερο(αριστερά) ρίξαμε εκατοντάδες λαμπάκια ως πλίνθους και κεράμους ατάκτως εριμμένους. Το τρίτο(δεξιά) προσπαθήσαμε να το δέσουμε με φωτεινά δεσμά, αλλά μας ξέφυγε το άτιμο! (Είχε περάσει κι η ώρα...) Τέλος, μια προσπάθεια δημιουργίας ανεμόσκαλας για μελλοντικούς δραπέτες φυλακών. Και του χρόνου, να είστε όλοι γεροί, να

Viva Las Vegas

Ποιός Πρίσλεϊ και πιο Βέγκας! Μία δεν πιάνει το όλο σκηνικό, μπροστά στο Τσίρκο Μεντράνο των γιορτών, την Κάτω Περαία! Μιλάμε τώρα για γειτονιά αγνώριστη! Έχει γεμίσει φωτάκι και λαμπάκι! Δενδράκι και και γκυ! Αφού πιστεύω ότι, από λεπτό σε λεπτό, θα βγάλουν τα αδέσποτα κέρατα και θα τριγυρνάνε σαν τους τάρανδους του Άι - Βασίλη! Ο Ρούντολφ κι η παρέα του! Καλά που δε χιόνισε. Γιατί αν έριχνε και χιόνι, λίγο θα ήθελε να το μπερδέψω και να πιστέψω ότι είμαι σε καμία Φιλανδία, σε καμία βόρεια χώρα, τέλος πάντων, εκεί που ο Αϊ Βασίλης είναι χοντρούλης, με κόκκινα ρούχα κι άσπρη γενιάδα. Γιατί, εδώ που τα λέμε, ο αυθεντικός Άγιος, ο δικός μας, καμία σχέση! Πέρασε και δεν ακούμπησε. Ασκητής κι όχι υπέρβαρος. Ντυμένος σεμνά κι όχι σα θυρωρός στο Χάγιατ! Με σανδάλι κι όχι με μπότα μαύρη και γουνάκι. Αλλά έτσι όπως έγινε η γειτονιά, σκιάχτηκα! Γέμισαν τα μπαλκόνια λωποδύτες Αϊ Βασίληδες! Πάνω σε μια σκάλα όλοι, με το σακούλι γεμάτο, σα Ρουμάνοι μπουκαδόροι που το σκάνε πριν τους πιάσει η Άμεσο

Πανταγοραστές

-Πάμε ΙΚΕΑ; Τα μάτια της άστραφταν, όταν ξεστόμιζε αυτές τις δυο λέξεις. Κάτι σαν τη νύφη του Τσάκι, στο ομώνυμο Β μούβι. Φρίκη με κυρίευσε. Μεγαλύτερη κι από εκείνη που ένοιωσα όταν η μικρή πρωταγωνίστρια του πρώτου Εξορκιστή ξέρασε μπιζελόζουμο στον παπά. Ήταν Σάββατο μεσημέρι. Και ήθελε να πάμε ΙΚΕΑ! Μουσική υπόκρουση από τη Ψυχώ. Τα βιολιά στριγκλίζουν. Περπατάει αργά, αλλά σταθερά προς το μέρος μου. Είμαι στο μπάνιο. Σηκώνει αργά το χέρι της. Μου δίνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ξαναρωτάει: -Πάμε ΙΚΕΑ; Τα λόγια της μαχαιριά στην καρδιά. Δυο λέξεις, δυο μαχαιριές. Είμαι έτοιμος να σωριαστώ στα πλακάκια του μπάνιου και να σβήσω σαν την Τζάνετ Λι. Θα κρατηθώ, όμως, και θα κάνω το λάθος: -Πάμε! Ω, μοίρα τραγική! Ω, ανόητε, άνου, μη σώφρονα άνθρωπε! Ω, ηλιθιότερε των ηλιθίων, που εμπίπτεις στα κελεύσματα των Σειρήνων ως Οδυσσέας άφρων, λυτός -κι όχι δεμένος από το κεντρικό κατάρτι. Αυτά που ακολούθησαν ήταν δικό σου λάθος... Μόλις φθάσαμε στο πάρκινγκ του ΙΚΕΑ, είχα βεβαιωθεί πως είχα

Philadelphia

Ήταν η τρίτη φορά που έβλεπα το Philadelphia . Ταινιάρα! Καταπληκτικό σενάριο, εκρηκτικές ερμηνείες. Αλλά και μια σκηνοθετική ματιά χωρίς προηγούμενο. Όταν είχε προβληθεί είχε τύχει της προσοχής, αλλά ίσως όχι τόσο όσο θα έπρεπε. Ήρθε, όμως, η απονομή του Όσκαρ στον Τομ Χανκς και η ταινία επαναπροβλήθηκε γνωρίζοντας την αναγνώριση που έπρεπε. Υπόθεση: Γκέι μεγαλοδικηγόρος απομονώνεται από τους στρέιτ συνεργάτες του και πέφτει θύμα πλεκτάνης, για να απολυθεί χωρίς αποζημίωση. Επιστρατεύει νέγρο δικηγόρο, μάτσο και αντιγκέι, για να κερδίσει τη δίκη. Το AIDS θα βάλει τέρμα στη ζωή του και θα αλλάξει τη ζωή του δικηγόρου του. Οι σκηνές στο δικαστήριο ανεπανάληπτες. Αλλά η σκηνή όπου, ο Χανκς, στηριζόμενος στο στατήρα του ορού του, εξηγεί στον Ουάσιγκτον μια άρια της Κάλας, ήταν όλα τα λεφτά. Όσο για τη σκηνοθετική ματιά του Τζόναθαν Ντέμι, είναι ντροπή και να προσπαθήσουμε να κρίνουμε. Τα πλάνα από πάνω, στην προηγούμενη σκηνή, τα μακρινά στο δικαστήριο, στην πτώση του εξαντλημέν

Ο ΚΟΚ της Καπελίας

Πρωί. Πρωί για μένα, δηλαδή, γιατί για τους άλλους, ήταν μεσημεράκι. Οδηγούσα. Πίσω από το τιμόνι, στους δρόμους της πόλης. Πρώτη, δευτέρα, νεκρά, πρώτη, νεκρά, πρώτη, δευτέρα, τρίτη, όχι τρίτη, νεκρά, πρώτη, νεκρά. Φρένο. Πρώτη, δευτέρα, νεκρά, πρώτη, νεκρά, πρώτη, δευτέρα, νεκρά. Φρένο. Σε τέτοιες οδικές συνθήκες δοκιμάζονται οι υποψήφιοι οδηγοί, παίρνουν το δίπλωμα και ξεχύνονται στους δρόμους να μάθουν να οδηγούν. Κι εκεί τον συνάντησα. Ο ιδιοκτήτης του δρόμου. Οδηγούσε ακριβώς στη μέση. Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Και δεν οδηγούσε κανένα smartάκι, να βλέπουμε και τι γίνεται, εμείς οι πισινοί. Μπετονιέρα οδηγούσε! Μπετονιέρα, πρωινιάτικα, στους δρόμους μιας πόλης πολύ κοντά στο έμφραγμα. Θα μου πείτε, τώρα: Κι αυτοί που θέλουν να ρίξουν μπετά στο σπίτι τους, ρε φίλε, πώς θα εξυπηρετηθούν, αν όχι με μπετονιέρα; Αυτό σκέφτηκα κι εγώ κι έκανα υπομονή. Μπήκα πίσω από το Χάρο και προσευχόμουν να στρίψει σε κάποια στιγμή, να γλιτώσω. Κατά μία διαβολική σύμπτωση, σε τέτοιες περιπτώσεις, το

Φεστιβάλ και Φεσιβάλ

Τέτοιο κράξιμο δεν ξαναείδα. Το Φεστιβάλ της νύστας, το Φεστιβάλ της κλάψας, το Φεστιβάλ ωδή στον Καρυωτάκη…. Και τι δεν γράφτηκε –και τι δεν ειπώθηκε… Θα μου πείτε: Καλώς τα παιδιά… Τώρα ξύπνησες; Μωρέ ξυπνητός ήμουν, αλλά περίμενα ένα όνειρο, για ν΄ αρχίσω να τραγουδάω κι εγώ. Το όνειρο ήρθε σήμερα το μεσημέρι. Άρρωστος καθώς είμαι εδώ και μερικές ημέρες και σέρνω τις πανάθλιες παντούφλες μου από το σαλόνι στην κρεβατοκάμαρα κι από εκεί στην κουζίνα, ανάμεσα από στοίβες χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα και άπλυτα φλιτζάνια με τσάι, καφέ κι άλλα αφεψήματα και γιατροσόφια, έγειρα στον καναπέ και με πήρε ο ύπνος. Και τότε το είδα! Ήμασταν, λέει, όλη η τσακαλοπαρέα. Εγώ, ο Αντώνης, ο αδελφός του ο Θωμάς, ο Κώστας κι ο μικρός του αδελφός, ο Δημήτρης. Με κοντά παντελόνια, καθότι ακόμη Σεπτέμβριος. Γιατί τότε, το ¨70, το Φεστιβάλ Τραγουδιού γινόταν κατά τη διάρκεια της Έκθεσης. Ο Αντώνης έμενε σε μονοκατοικία, με εξωτερική σκάλα. Εκεί ήταν η θέση μας. Μόλις σκοτείνιαζε, λίγο πριν οι μανάδ

Εγώ κι ο Τάισον

Είχα μια περιπέτεια μαζί της. Ασκούμενη δικηγόρος εκείνη, φαν των δικαστηρίων εγώ, είχαμε ειδωθεί στα υπέροχα ασανσέρ του δικαστικού μεγάρου της Θεσσαλονίκης. Σκοτεινά και στενόμακρα –όπως ήταν πριν πέντε-έξι χρόνια. Μη βιάζεστε! Η περιπέτεια δεν άρχισε μέσα σε ασανσέρ. Αν και τότε ήταν πολύ της μόδας το Love in an elevator , των Aerosmith , δεν ακολουθήσαμε τη συμβουλή. Δεν είναι και το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο εκεί που χαμουρεύεσαι στο ασανσέρ να ανοίξει η πόρτα και να μπει μέσα κοτζάμ πρόεδρος Πρωτοδικών, η ολόκληρος εισαγγελέας εφετών! Μπορεί οι ματιές μας να ανταμώθηκαν, τα χέρια να μάκρυναν, όμως κρατήσαμε τα προσχήματα. Η πρώτη εντύπωση μετράει πάντα. Θετικά, ή αρνητικά. Στην περίπτωσή μας μέτρησε θετικά. Και, από το ασανσέρ, βρεθήκαμε σε γυράδικο, για κάτι στα όρθια. Και από το εστιατόριο στο σπίτι της, για κάτι στα γρήγορα. Το όρθιο, με πείραξε στο στομάχι. Το γρήγορο ήταν σαφώς καλύτερο. Κι εκεί που και οι δυο πιστεύαμε ότι αυτό ήταν και τέλειωσε, μπλεχτήκαμε. Τη

Μηχανήματα του διαόλου

Η αλήθεια είναι ότι πολύ σπάνια παρκάρω σε θέση ελεγχόμενη. Συνήθως η τύχη μου θυμίζει τον Γκαστόνε και, εκεί που θέλω να βρω παρκάρισμα, εκεί βρίσκω, ακόμη κι αν χρειαστεί να τριγυρνάω μισή ώρα. Κι όποτε πάρκαρα σε θέση με παρκόμετρο, ποτέ δεν έτυχε να με γράψουν(όχι, δεν κοιμάμαι με τον μητροπολίτη - είναι μεγάλος για τα γούστα μου, άσε που με γαργαλάει το γενάκι). Σήμερα το πρωί, όμως, καθώς είχα αργήσει υπέρ του δέοντος για την πρωινή μου εργασία (διότι, για να συγκεντρώσω ένα συμπαθητικό ποσόν για τα προς το ζην έχω και μεσημβρινή ΚΑΙ βραδινή δουλειά -θα είχα και νυχτερινή, αλλά δε μου βγαίνουν οι ώρες), αποφάσισα να παρκάρω σε θέση με κάρτες ελέγχου. Στη συγκεκριμένη θέση ένας τρόπος υπήρχε να αποκτήσω κάρτα: να απευθυνθώ στο κοντινό -είναι η αλήθεια- μηχάνημα έκδοσης. Χωρίς δεύτερη σκέψη (αφού, ίσως λόγω της συνεχούς τύχης στο θέμα παρκάρισμα δεν παρανομώ), κατευθύνθηκα στο μηχάνημα για να βγάλω εισιτήριο. Διάβασα προσεκτικά τις οδηγίες: 1. Σχηματίσατε τον αριθμό κυκλοφορίας, χω

Οι AC/DC στη Θεσσαλονίκη; Όχι βέβαια...

Το δελτίο τύπου το οποίο έλαβα, δε δεχόταν αμφισβήτηση. Το έλεγε ξεκάθαρα: Οι AC/DC στη Θεσσαλονίκη! Έτριψα τα μάτια μου. "Ο Agnus Young και η παρέα του...", μπλα μπλα, μπλα μπλα... Ξαναέτριψα τα μάτια μου. Ήμουν έτοιμος να αρπάξω το τηλέφωνο και να προαγοράσω εισιτήριο. Τότε το βλέμμα μου καρφώθηκε στο κάτω μέρος του δελτίου τύπου. Με μικρότερα γράμματα αναφερόταν: "Παίζει το συγκρότημα τάδε"... Με ζώσανε τα φίδια. Τι είναι αυτό; Suport group; Ξαναδιάβασα το δελτίο τύπου από την αρχή ως το τέλος. Ήταν, πλέον, φανερό, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πήρα τηλέφωνο. Ρώτησα για εισιτήρια. Υπήρχαν. Ήθελα να κλείσω θέση; Ναι, αλλά... Και τότε αποφάσισα να ζητήσω πληροφορίες: -Ξέρετε, είμαι θαυμαστής του γκρουπ, μέλος του fun club και θέλω να στείλω κάποια κρασιά στα μέλη του συγκροτήματος, γιατί τους το είχα υποσχεθεί κάποτε... Σιγή. Ιχθύος. Η κοπέλλα ή είχε πεθάνει, ή τόση ώρα μιλούσα σε ηχογραφημένο αποδέκτη. Και τότε, μου έσκασε το παραμύθι. Δεν θα ερχόταν το γκρουπ στη Θε

Ολυμπιακοί εκτός Αθηνών

Διάβασα σε ποστ γνωστού (δε μου αρέσει η λέξη «επώνυμοθ», αφού όλοι επώνυμοι είμαστε) για τα Ολυμπιακά έργα. Με αφορμή το Blog του άρχισε μια κουβέντα χωρίς τέλος, για τα έργα στην Αθήνα. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας διαμαρτύρονταν για την ολυμπιακή προίκα. Έγραψα το παρακάτω σχόλιο, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Ένοιωσα σα να ζω σε άλλη χώρα. Να τι είχα γράψει: «Και πού να δείτε τι γίνεται στη Θεσσαλονίκη. Όμηροι ενός και μοναδικού ΟΑΣΘ, αστικών λεωφορείων, δηλαδή. ΔΙπλών, αρθρωτών, που στριμώχνονται σε δρόμος όπως η Ερμού, με μια λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση. Για να βρεθείς από τα ανατολικά στο κέντρο (μια απόσταση 25 χιλιομέτρων) αλλάζεις τρία αστικά λεωφορεία. Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν -και πολεμούν, για- να μην υπάρξει μετρό, άλλη περιφερειακή, υποθαλάσσια, άλλος δρόμος. Που προτείνουν να κλείσει το κέντρο (με αυτές τις αστικές γραμμές) για τα αυτοκίνητα. Η πόλη έχει ένα γήπεδο (για να φθάσουμε στο θέμα μας), το Καυτανζόγλειο, ανακαινισμένο για τους Ολυμπ

Πώς να κρυφτείς απ τα παιδιά...

To κείμενο που ακολουθεί το βρήκα στο email μου. Το βρήκα ιδιαίτερα έξυπνο και, καθώς είναι η πρώτη μέρα της βδομάδας, είπα να ξεκινήσουμε με χαμόγελο. Και το αντιγράφω: Το γραφείο της μαμάς Το γραφείο της Μαμάς είναι στον τρίτο όροφο. Έχει μεγάλα παράθυρα και φαίνεται η θάλασσα. Κι είναι τυραννικό αυτό. Να βλέπεις τη θάλασσα σε ένα γκρίζο κτίριο κλεισμένος… Η Μαμά δουλεύει μαζί με την κυρία Μαρία, που με αγαπάει πολύ και κάνει πολλές χαρές όταν με βλέπει. Η κυρία Μαρία είναι πολύ όμορφη. Έχει κίτρινα μαλλιά, μπλε μάτια, πάντα φοράει χρωματιστά ρούχα με μεγάλα λουλούδια και κολόνια που μυρίζει πολύ όμορφα. Την αγαπάω και θέλω μια μέρα να πάω σπίτι της. Νομίζω πως η κυρία Μαρία είναι παντρεμένη με τον Άγιο Βασίλη. Κάτι έλεγαν ένα μεσημέρι η Μαμά και ο Μπαμπάς για την κυρία Μαρία, τον άντρα της κι έναν τάρανδο που «το κέρατό του έχει φτάσει απέναντι». Κι εγώ που είμαι πολύ έξυπνος, κατάλαβα πως η κυρία Μαρία είναι η γυναίκα του Άγιου Βασίλη, γιατί μόνο αυτός έχει ταράνδου